κεραμιδάς

κεραμιδάς
ο [κεραμίδι]
1. κεραμοποιός
2. εργάτης ειδικευμένος στην κατασκευή στέγης από κεραμίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραμιδάς — ο κεραμέας ή εργάτης ειδικός στη στέγαση των σπιτιών με κεραμίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμῖδας — κεραμίς roof tile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίδας — κεραμίς roof tile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραμιδάς, Τριαντάφυλλος — (Ψαχνά Ευβοίας 1890 – Αθήνα 1963). Οικονομολόγος και μαθηματικός, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτορας. Αργότερα, ως υπότροφος… …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδάδικο — το [κεραμιδάς] κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • κεραμοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κεραμίδια, κεραμιδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”